- ξαπλωτός
- -ή, -ό [ξαπλώνω]ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, πλαγιαστός.επίρρ...ξαπλωτάξάπλα, σε κατάκλιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαπλωτός — ή, ό ο ξαπλωμένος, ο πλαγιασμένος, ο απλωμένος καταγής: Με δέχτηκε ξαπλωτός στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαπλωτός — και ξαπλωτός, ή, ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, ή, όν) [εξαπλώνω] 1. απλωμένος, ξαπλωμένος 2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.) … Dictionary of Greek
ξαπλωταριά — η 1. το ξαπλωταριό 2. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («δυο λείψανα ξαπλωταριά», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] … Dictionary of Greek
ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] … Dictionary of Greek